- δρυμώδης
- -ες (AM δρυμώδης, -ες)(για τόπο) δασώδης, δασοσκεπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρυμώδης — woody masc/fem acc pl (attic epic doric) δρυμώδης woody masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δρυμώδης woody masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμώδη — δρυμώδης woody neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δρυμώδης woody masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δρυμώδης woody masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶδες — δρυμώδης woody masc/fem voc sg δρυμώδης woody neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμώδεις — δρυμώδης woody masc/fem acc pl δρυμώδης woody masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμώδεσι — δρυμώδης woody masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμώδους — δρυμώδης woody masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ναπώδης — ναπώδης, ῶδες (ΑΜ) [νάπη] γεμάτος από νάπες, δρυμώδης, δασώδης … Dictionary of Greek
υλόκομος — ον, Α ο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλό κομος] … Dictionary of Greek